Οι Βυζαντινές ρίζες της Ισλαμικής Τέχνης.

Ο Ιμπν Χαλντούν που θεωρείται πατέρας της αραβικής ιστοριογραφίας και κοινωνιολογίας (19), αναφέρει πως οι Άραβες έμαθαν την τέχνη της μουσικής από τους νέους υπηκόους τους, Βυζαντινούς και Πέρσες, ενώ πριν δεν ήξεραν καν να τραγουδούν, κάτι που ανακάλυψαν μετά την κατάκτηση των νέων περιοχών του χαλιφάτου τους. Ο Colin Wells θεωρώντας πιθανώς ότι ο Χαλντούν κυριολεκτεί, αναφέρει στις υποσημειώσεις του πως οι προϊσλαμικοί Άραβες δεν τραγουδούσαν, και είχαν καλλιεργήσει μόνον την προφορική ποίηση η οποία συνεχίστηκε κατά την ισλαμική περίοδο μέσω των απαγγελιών του Κορανίου (20). Διακινδυνεύοντας μια δική μας ερμηνεία, θα λέγαμε ότι ο Ιμπν Χαλντούν μάλλον χρησιμοποιεί ένα σχήμα υπερβολής, θέλοντας να πει ότι οι Άραβες δεν τραγουδούσαν καλά ή είχαν τόσο υποτυπώδεις μορφές τραγουδιού που ήταν σαν να μην τραγουδάνε. Ερχόμαστε δε σε αυτή υπόθεση, διότι υπάρχουν αναφορές στην προϊσλαμική ποίηση για τραγούδια και τραγουδιστές. Κάποιες τέτοιες χαρακτηριστικές αναφορές διασώζει ο Robert Hoyland στην έρευνά του «Η Αραβία και οι Άραβες».

Το σίγουρο είναι ότι το κέντρο του χαλιφάτου των Ομεϋάδων, υπήρξε μια περιοχή με πολύ έντονη Βυζαντινή μουσική παράδοση, καθώς από αυτήν κατάγονταν και σε αυτήν έζησαν κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα της Βυζαντινής μουσικής, όπως ο Εφραίμ ο Σύρος (306 -379 μ.Χ.) στον οποίον αποδίδονται πάνω από 12.000 ύμνοι και ωδές, ο Ρωμανός ο Μελωδός (5ος αιώνας) που γεννήθηκε στη Έμεσα της Συρίας και διετέλεσε διάκονος της εκκλησίας της Βηρυτού, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος (6ος αιωνας) που θεωρείται ο πρώτος ποιητής των τριωδιών και των τετραωδιών, ο Ανδρέας ο Κρήτης ο οποίος εγκαινίασε νέα εποχή στη βυζαντινή υμνογραφία και υπήρξε ο πρώτος εισηγητής των Κανόνων στην εκκλησιαστική μουσική κ.α. 

Είχαν προηγηθεί φυσικά δεκάδες βυζαντινοί λόγιοι που είχαν μελετήσει και διασώσει την μουσική θεωρία των αρχαίων Ελλήνων, με γνωστότερο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον γραμματικό Γεώργιο Χοιροβοσκό, ο οποίος δίδασκε στο «Πανδιδακτήριον» της Κωνσταντινούπολης την επιστήμη της μουσικής, και μεταξύ άλλων, μαθήματα σχετικά με τα «περί προσωδίας» και περί μετρικής, «βασισμένα στο “εγχειρίδιον περί μέτρων και περί ποιήματος” του γραμματικού Ηφαιστίωνος του Αλεξανδρέως (2ος μ.Χ.), έργο που θεωρείται το πληρέστερο σύγγραμμα περί μετρικής που έχουμε από την Αρχαιότητα». Θα ακολουθήσουν δε επίσης μεγάλα ονόματα, όπως ο Ιωάννης Κουκουζέλης, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Μηχαήλ Βρυέννιος κ.α., που θα συγγράψουν πονήματα περί της μουσικής επιστήμης, τέτοιου επιπέδου, που θα αποδεικνύουν βαθιά γνώση των αρχαίων θεωρητικών συστημάτων, αλλά και δυνατότητα αναμόρφωσής τους. Από αυτούς θα προκύψουν μουσικές σχολές που θα επηρεάσουν βαθιά την μουσική των λαών της μεσογείου.

Με βάση κυρίως την πυθαγορική μουσική παράδοση και με κορμό το θεωρητικό σύστημα της οκτωήχου αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν διάφορες καινοτομίες, αρχικά από τον Πέρση Ζαζλάλ και αργότερα από τις τρείς μεγάλες μορφές της Αραβοπερσικής μουσικής, τους αλ-Φαράμπι (872-950), Ιμπν Σίνα ή Αβικέννα (980-1037) και Σαφί αλ Ντίν ή Σαφιγιουντίν (;-1293).(29β) Η βυζαντινή μουσική αντίληψη φαίνεται με να μην εμφανίζει τη ίδια καθολική ισχύ σε όλες τις περιόδους και τις περιοχές, στις οποίες αναπτύχθηκαν τα αραβικά μουσικά συστήματα. Το πρότυπο όμως των τετραχόρδων και των πενταχόρδων της βυζαντινής Οκτωήχου, όπως είχαν καθοριστεί από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, δείχνει να αποτέλεσε την καθολικότερη επιρροή που δέχθηκαν αυτά τα συστήματα , ανάμεσα σε πολλές άλλες τοπικές μουσικές σχολές (κυρίως περσικής και αραβικής προέλευσης), που συνυπήρξαν μέσα στο πλαίσιο ανάπτυξης της ισλαμικής μουσικής.

Στην περίπτωση των μουσικών οργάνων έχουμε αρκετές αναφορές από Αραβικές πηγές, σε μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί. Τα περισσότερα από αυτά τα μουσικά όργανα τα βρίσκουμε και στην αρχαία ελληνική μουσική, πράγμα που αποτελεί σοβαρή ένδειξη, μίας αδιάσπαστης συνέχειας μεταξύ της αρχαίας και της βυζαντινής παράδοσης, χωρίς όμως να αποκλείει και αντιδάνεια από τους Πέρσες. Επίσης πολλά από αυτά τα μουσικά όργανα τα συναντάμε στην συνέχεια στην αραβική μουσική, πράγμα που πάλι αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι τα παρέλαβαν οι Άραβες από τους Βυζαντινούς. Σε κάθε περίπτωση, μία αντίστροφη διαδρομή, φαίνεται τουλάχιστον απίθανη.

Ο αραβομαθής Βρετανός μουσικολόγος H.G. Farmer, σε μία μελέτη του με τίτλο «Byzantine Musical Insstruments in the 9th century», αναφέρει και σχολιάζει πολλά από τα βυζαντινά όργανα που βρίσκουμε στα κείμενα Αράβων ιστορικών όπως ο αλ-Μασούντι (περίπου 956μ.Χ.), ο Ιμπν Χουρνταμπιχ και ο Χαλίφ Μουταμπιντ (870 -893).

«Στους Άραβες ιστορικούς αναφέρονται τα πιο κάτω μουσικά όργανα: Το “φαντούρους αλ-ρούμι”. Πρόκειται για την φαντούρα ή πανδούρι, που συχνά αναφέρεται σε βυζαντινά κείμενα και στο Ακριτικό έπος και είναι της οικογένειας του λαούτου. Το “αργκαν” με 16 χορδές και μεγάλη περιφέρεια ηχείου. Το “αργκανούν” πού ήταν κατασκευασμένο από δέρμα και σίδερο και είχε “χίλιες φωνές”! Όπως αναφέρει ο Ιχσάν αλ-Σάφα, το υδραυλικό όργανο των Βυζαντινών ήταν τρομακτικό, όταν το άκουε κάποιος. Οι Βυζαντινοί το μεταχειρίζονταν στον πόλεμο για να τρομοκρατούν τους εχθρούς τους. Ο ήχος του ακουόταν από έξι μίλια μακριά. Πρόκειται για το μεγάλο όργανο των Βυζαντινών που λειτουργούσε με αέρα (πνευματικό ή υδραυλικό).

Το Όργανο το εφεύρε ήδη ο μαθηματικός Κτησίβιος στην Αλεξάνδρεια, τον καιρό του Πτολεμαίου του Ευεργέτη (246-257 π.Χ.). Οι Βυζαντινοί το μεταχειρίζονταν στις επίσημες τελετές των ανακτόρων, στο ιπποδρόμιο και αλλού. (…)

Άλλα μουσικά όργανα των αρχαίων που αναφέρουν οι Άραβες ιστορικοί είναι: Το σαλμπαν, που είναι η αρχαία σαμβύκη, με 34 χορδές. Η λούρα, την οποία ο farmen ταυτίζει με το ραμπάμπ των Αράβων και όχι με την μεσαιωνική λύρα πού είχε 5 χορδές και κατασκευαζόταν από ξύλο. Η κιθἀρα με 12 χορδές. Η σαλίνζ, ή ψαλτιξ ή ψαλντίξ, που κατασκευαζόταν από δέρμα μόσχου και αντιστοιχεί με το αρχαίο μουσικό όργανο ψαλτήριον, μεγάλο όργανο που μπορούσε να πάρει έως 30 ή 40 χορδές. Υπήρξε ακόμη το πλίνθιον με 32 χορδές και το αγχίλλιον με περισσότερες χορδές. (…)

Απ’όλα όσα αναφέραμε, προκύπτει πως κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο, επισήμως τουλάχιστον έως τον 10ο αιώνα, στο Βυζάντιο ήταν σε χρήση σχεδόν όλα τα μουσικά όργανα των αρχαίων Ελλήνων, πνευστά, έγχορδα και κρουστά, με τις αρχαίες ονομασίες τους και ότι αυτά αντικαταστάθηκαν ή άλλαξαν ονομασίες αργότερα». (30)

Όπως και οι ίδιοι οι Άραβες μουσουλμάνοι παραδέχονται, η Βυζαντινή επιρροή στην ισλαμική μουσική υπήρξε πολύ έντονη, ιδίως στα πρώτα χρόνια της διαμόρφωσης των θεωρητικών της βάσεων και της υιοθέτησης των μουσικών οργάνων, που στην συνέχεια θα ταυτιστούν μαζί της. Ένα αναδημοσιευμένο άρθρο, στην ιστοσελίδα των εν Ελλάδι μουσουλμάνων islam.gr, αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Την αραβική μουσική συστηματοποιεί ένας θρυλικός άραβας επιστήμονας, βαθύς γνώστης της Ελληνικής κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, ο Αβικέννας. Με θεμέλιο την πυθαγόρεια κλίμακα, η αραβική μουσική διευρύνεται κι αυξάνει τις επιρροές της με το χρόνο. Ωστόσο, μένει πάντα πιστή στο μέγα πυθαγόρειο μάθημα των γενών και των τρόπων (δρόμων), που αναφέρονται σε μια καθορισμένη βαθμίδα της κλίμακας (μακάμια).

Πηγή: Άβαλον των τεχνών 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις