ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ-Аксион Остин ( πλ α)


Κατά τη Σκήτη του Πρωτάτου, που βρίσκεται στις Καρυές του Αγίου Όρους, εκεί κοντά στην τοποθεσία της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, είναι ένας λάκκος (χαράδρα) μεγάλος που έχει διάφορα Κελλιά. Σε ένα από αυτά τα Κελλιά, που ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κατοικούσε ένας ενάρετος ιερομόναχος γέροντας με τον υποτακτικό του. Επειδή δεν συνηθίζονταν να γίνεται η καθιερωμένη αγρυπνία κάθε Κυριακή στην παραπάνω Σκήτη του Πρωτάτου, ένα απόγευμα Σαββάτου ο Γέροντας λέει στον υποτακτικό:

- Εγώ, Τέκνο μου, θα πάω να ακούσω την αγρυπνία ως συνήθως. Εσύ μείνε στο κελλί και διάβασε την ακολουθία σου.

Και έτσι έφυγε.

Αφού ήρθε το βράδυ, ακούει ο υποτακτικός να χτυπάει κάποιος την πόρτα του κελλίου. Πήγε, την άνοιξε και βλέπει κάποιον ξένο και άγνωστο μοναχό, ο οποίος, αφού παρακάλεσε, μπήκε και έμεινε εκείνη τη βραδιά στο κελλί.

Την ώρα του όρθρου σηκώθηκαν και έψαλλαν και οι δύο την ακολουθία. Όταν όμως ήλθαν στην ωδή «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ», ο υποτακτικός έψαλλε έως τέλους το συνηθισμένο και παλαιό ύμνο του αγίου Κοσμά του Ποιητή, ενώ ο ξένος μοναχός στάθηκε μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου και με περισσή ευλάβεια και φόβο κάνοντας άλλη αρχή του ύμνου τον έψαλλε μελιρρύτως ως εξής:

«Αξιον εστίν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον, και παναμώμητον, και μητέρα του Θεού ημών».

Μετά επισύναψε και την Τιμιωτέραν μέχρι τέλους.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις